μπελντές

μπελντές
και μπελτές, ο
βλ. πελτές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελτές — και μπελντές, ο 1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα 2. γλύκισμα από χυμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”